- βασάνους
- βάσανοςtouchstonefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζάγριον — ζάγριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού ζάγρα* 2. (κατά τα Ανέκδ. Βεκκ.) «ζάγριον τὰς βασάνους καὶ τὰς πληγὰς λέγει» … Dictionary of Greek
υπεξέλευσις — εύσεως, ἡ, Μ (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπεξελεύσεις, τιμωρίας, βασάνους, ἐφευρέσεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί ἐπεξέλευσις] … Dictionary of Greek